Objects All centers

<< 10 10 >>

Total: 316214

épidermique

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σχετικός με την επιδερμίδα ή προερχόμενος από αυτήν.

épisode d' ozone

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρείται μια, μη κανονικά αυξημένη, συγκέντρωση του τροποσφαιρικού όζοντος πάνω από μια περιοχή.

épisode de pollution atmosphérique

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Περίοδος ασυνήθιστα υψηλής συγκέντρωσης ρυπαντών αέρα, που μπορεί να προκαλέσει ασθένεια ή ακόμη και θάνατο, οφειλόμενη συνήθως σε ασθενείς ανέμους και σε αναστροφή θερμοκρασίας.

épisodicité

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Επεισόδια αύξησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, που συμβαίνουν σε χρονικά διαστήματα περίπου κανονικά.

épithélioma

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Κακοήθης όγκος που αναπτύσσεται πάνω σ έναν επιθηλιακό ιστό.

épithélioma annexiel

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Βασοκυτταρικό επιθηλίωμα δέρματος όπου τα κύτταρα είναι ανάλογα με εκείνα του βασικού στρώματος της επιδερμίδας του ζυγωτού και αναπαράγουν συχνά την έναρξη εκκρίσεων στις εξαρτηματικές πτυχώσεις (του δέρματος) με έκκριση ή παραγωγή ιδρώτα.

épithélioma basocellulaire

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Επιθηλίωμα που αναπτύσσεται πάνω στα κύτταρα του βασικού στρώματος της επιδερμίδας, κυρίως σε ηλικιωμένα άτομα, και γενικά τοπικά επάνω στους ιστούς του προσώπου.

épithélioma indifférencié

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Επιθηλίωμα του οποίου τους κυτταρικούς χαρακτήρες χαρακτηρίζει μια ατροφία σε σχέση με τον ιστό που το έχει δημιουργήσει.

épithélioma métatypique

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Κατηγορία επιθηλιωμάτων στην οποία ομαδοποιούνται οι περιπτώσεις που δεν έχουν ταξινομηθεί (επιθηλίωμα μικτό, επιθηλίωμα ενδιάμεσο, επιθηλίωμα αδιαφοροποίητο), και που δεν είναι ούτε βασοκυτταρικές ούτε ακανθοκυτταρικές.

épithélioma épidermoïde

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Επιθηλίωμα αποτελούμενο από ένα ψηφιδωτό ιστό που αναπαράγει, λίγο ως πολύ, πιστά τους μικροσκοπικούς μορφολογικούς χαρακτήρες της επιδερμίδας, αλλά που δεν είναι εντοπισμένο πάνω στο δέρμα.

épithéliomateux

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή τη φύση ενός επιθηλιώματος.

épithélium

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ιστός αποτελούμενος από κύτταρα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο και διαταγμένα σε ένα ή περισσότερα στρώματα, τα οποία σχηματίζουν ένα “κάλυμμα” εξωτερικό ή εσωτερικό της επιδερμίδας.
<< 10 10 >>