Objets Tous les centres

<< 10 10 >>

Total: 316214

web camera

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Ο νέος φορητός υπολογιστής VAIO διαθέτει ενσωματωμένη και μία web-camera»

web conferencing

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Τα αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης έφεραν περισσότερη αμεσότητα κι αυθορμητισμό στην επικοινωνία μας -συνθέτοντας ένα πολύ καλύτερο εργαλείο ανάπτυξης σχέσεων- είτε με τη χρήση video- ή web-conferencing, τόσο για προσωπική όσο και για επαγγελματική χρήση. Φανταστείτε να μπορείτε να παρακολουθείτε ζωντανά τα γενέθλια της ανιψιάς σας μέσω streaming όταν βρίσκεστε σε άλλη χώρα. Στην επαγγελματική μας ζωή, δεδομένου ότι 80% του εργατικού δυναμικού αναμένεται να εργάζεται συνεργατικά κι όχι πρόσωπο με πρόσωπο μέχρι το 2015, η συνεργατική τεχνολογία θα συνεχίσει να είναι ιδιαίτερα σημαντική»...

wholesale banking

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Σημαντικές και άμεσες επιπτώσεις στο wholesale banking θα επιφέρει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενώ λιγότερο σημαντικές και βασικά έμμεσες θα είναι οι επιπτώσεις στο retail banking, υποστήριξε στην ομιλία του ο κ. Γεωργουτσάκος»

wide screen

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Πρόκειται για τη συσκευή iPhone της εταιρείας Apple, η οποία κρύβει στο εσωτερικό της ένα iPod με ευρεία (widescreen) οθόνη αφής, ένα κινητό τηλέφωνο και μια φορητή μηχανή εύκολης πλοήγησης στο Ίντερνετ»

width direction

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η φορά του φίλμ ή χαρτιού σε ορθή γωνία με την κίνηση προς τα εμπρός, σε μηχανή κατασκευής φίλμ ή χαρτιού

wind energy

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ενέργεια διαθέσιμη από τη ροή του ανέμου, σε μια τοποθεσία, η οποία προκαλείται από τη θέρμανση της ατμόσφαιρας της γης και των ωκεανών από τον ήλιο. Αξιοποιείται με τη χρήση ανεμογεννητριών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

wind energy conversion system / device

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σύστημα μετατροπής της διαθέσιμης από τον αέρα ενέργειας σε μηχανική ενέργεια, η οποία μπορεί να κινήσει μηχανήματα (π.χ. μύλους σιτηρών, υδραντλίες) ή να θέσει σε λειτουργία μία ηλεκτρική γεννήτρια (π.χ. ανεμογεννήτρια).

wind generator

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σύστημα μετατροπής της αιολικής ενέργειας σχεδιασμένο να παράγει ηλεκτρική ενέργεια.

wind power plant

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ομάδα ανεμογεννητριών οι οποίες συνδέονται εσωτερικά σε κοινό σύστημα χρήσης μέσω ενός συστήματος μετασχηματιστών, γραμμών διανομής και (συνήθως) ενός υποσταθμού. Οι λειτουργίες χειρισμού, ελέγχου και συντήρησης είναι συνήθως συγκεντρωμένες σε ένα δίκτυο αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου, το οποίο συμπληρώνεται από οπτικό έλεγχο.

wind resource assessment

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η διαδικασία χαρακτηρισμού του ενεργειακού δυναμικού του αέρα σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή μία γεωγραφική περιοχή.

wind rose

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Διάγραμμα το οποίο δείχνει το μέσο ποσοστό του χρόνου, κατά τον οποίο ο άνεμος φυσά από διαφορετικές κατευθύνσεις, σε μηνιαία ή ετήσια βάση.

wind speed

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ταχύτητα του ανέμου σε ανεμπόδιστη ροή.
<< 10 10 >>