Τεκμήρια από Όλα τα κέντρα

<< 10 10 >>

Σύνολο: 316214

water jacket

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Στοιχείο θερμικού εναλλάκτη ο οποίος εσωκλείεται σε έναν λέβητα. Το νερό κυκλοφορεί με αντλία μέσω του υδροθαλάμου, όπου απορροφά θερμότητα από τον θάλαμο καύσης και κατόπιν κυκλοφορεί στις συσκευές διανομής της θερμότητας.

water source heat pump

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τύπος (γεωθερμικής) αντλίας θερμότητας η οποία χρησιμοποιεί το υπόγειο νερό (των πηγαδιών) ή το επιφανειακό νερό ως πηγή θερμότητας. Το νερό έχει σταθερότερη εποχική θερμοκρασία από τον αέρα και αποτελεί, συνεπώς, αποδοτικότερη πηγή θερμότητας.

water turbine

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Στρόβιλος ο οποίος χρησιμοποιεί την πίεση του νερού, για να περιστρέφει τα πτερύγιά του. Οι κύριοι τύποι είναι ο τροχός Pelton για μεγάλο ύψος πτώσης του νερού (πίεσης), ο στρόβιλος του Francis για χαμηλό έως μέτριο ύψος του νερού και ο τροχός τύπου Kaplan για ένα ευρύ φάσμα υψών πτώσης του νερού. Χρησιμοποιείται, κυρίως, για να θέσει σε λειτουργία μια ηλεκτρική γεννήτρια.

water wall

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Εσωτερικός τοίχος κατασκευασμένος από δεξαμενές γεμάτες με νερό, για να απορροφά και να αποθηκεύει ηλιακή ενέργεια.

water wheel

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τροχός σχεδιασμένος να χρησιμοποιεί το βάρος ή/και τη δύναμη του κινούμενου νερού, για να περιστραφεί και , κυρίως, για να θέσει σε λειτουργία μηχανήματα (π.χ. μύλος σιτηρών).

watt

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το ποσοστό μεταφοράς ενέργειας το οποίο ισοδυναμεί με ένα αμπέρ (A) υπό ηλεκτρική τάση ενός βολτ (V). Ένα βατ (W) είναι ίσο με 1/746 ίππους (hp) ή ένα τζάουλ ανά δευτερόλεπτο (J/s).

watt-hour

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μονάδα της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ενός βατ (W) σε χρονικό διάστημα μίας ώρας (h).

wattmeter

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή για τη μέτρηση της κατανάλωσης ισχύος.

wave form

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μορφή της φάσης ισχύος σε ορισμένη συχνότητα και εύρος.

wave power / energy

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η συγκέντρωση και μετατροπή της διαθέσιμης από την κίνηση των ωκεανίων κυμάτων ισχύος σε ωφέλιμη ενέργεια.

wavelength

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η απόσταση μεταξύ ομοίων σημείων σε διαδοχικά κύματα.

weatherization

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Στεγανοποίηση και σφράγισμα αρμών με ταινίες, ώστε να μειωθεί η διείσδυση και η διαφυγή του αέρα προς και από ένα κτήριο.
<< 10 10 >>