ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ

Επιμέλεια: Βασίλης Παπαδόπουλος

Ο Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γόνος της εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας των Υψηλάντηδων. Γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, μεγάλου διερμηνέα της Υψηλής Πύλης και ηγεμόνα της Βλαχίας και της Μολδαβίας, και της Ελισάβετ, το γένος Βακαρέσκου, ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον με ατμόσφαιρα έντονου πατριωτισμού και έλαβε αξιόλογη μόρφωση. Το 1806 ο Αλέξανδρος εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, ακολουθώντας τον πατέρα του, ο οποίος δραπέτευσε στη Ρωσία λόγω της συμμετοχής του στον ρωσοτουρκικό πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων. Εκεί φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Ανακτορικής Φρουράς, λαμβάνοντας το αξίωμα του ανθυπίλαρχου στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Έλαβε μέρος στους Ναπολεόντειους πολέμους, όπου στη μάχη της Δρέσδης (κατ’ άλλους στη μάχη του Κουλμ ή του Μπάουτσεν) το 1813 έχασε το δεξί του χέρι. Αργότερα έφτασε στο βαθμό του στρατηγού και έγινε υπασπιστής του Τσάρου.

Στις αρχές του 1820, μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος προσέγγισε τον Υψηλάντη και κατάφερε να τον πείσει να τεθεί επικεφαλής του εγχειρήματος των Φιλικών. Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφτηκε πρακτικό, με το οποίο τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αναγνώριζαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως «Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρείας». Η μαρτυρία του Υψηλάντη, ότι πριν δεχθεί την πρόταση του Ξάνθου είχε προηγουμένως λάβει την ενθάρρυνση του Καποδίστρια, δεν επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα του τελευταίου. Πολύ πιθανή, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί η υπόθεση ότι ζήτησε τη συμβουλή του Τσάρου, ο οποίος δεν πρόβαλε αντίρρηση στα σχέδιά του Αλέξανδρου.

Παράλληλα με ορισμένα μέτρα που στόχευαν στην αναδιοργάνωση και την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της Φιλικής Εταιρείας, κορυφαία προτεραιότητα για τον Υψηλάντη παρέμεινε η εξύφανση του σχεδίου για τον ξεσηκωμό. Παρά τις πληροφορίες που κατέφθαναν και προειδοποιούσαν σχετικά με την ελλιπή στρατιωτική ετοιμότητα της Πελοποννήσου, ο Υψηλάντης την επέλεξε ως τόπο έναρξης της Επανάστασης, εγκρίνοντας το «Σχέδιον Γενικόν» που είχε συνταχθεί νωρίτερα από τον Παπαφλέσσα και άλλους Φιλικούς. Ταυτόχρονα, προσπάθησε μέσω ειδικών απεσταλμένων να προσεγγίσει τους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους, καθώς θεωρούσε ότι ο προσεταιρισμός του Σέρβου ηγεμόνα Μίλος Οβρένοβιτς θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στα σχέδιά του να χρησιμοποιήσει το σερβικό έδαφος κατά την πορεία των στρατευμάτων του προς το Νότο. Σχεδίαζε, επίσης, να οργανώσει εξεγέρσεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία του Γεωργάκη Ολύμπιου και του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, ενώ πολύ σημαντικός θεωρούνταν και ο αντιπερισπασμός από την ανταρσία του Αλή Πασά. Οι τελικοί σχεδιασμοί προέβλεπαν μια εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη, την ανατροπή του Σουλτάνου και την πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στο ναύσταθμο του Βοσπόρου. Ωστόσο, οι ανησυχητικές πληροφορίες που έλαβε ο Υψηλάντης ότι μυστικά της Εταιρείας είχαν προδοθεί στους Τούρκους, τον ανάγκασαν να αλλάξει τα σχέδιά του και να ξεκινήσει την Επανάσταση στις Ηγεμονίες.

Τελικά, κάτω από την πίεση των εξελίξεων, ο Υψηλάντης διέσχισε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 με λίγες δυνάμεις τον ποταμό Προύθο και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Εκεί κατόρθωσε να συγκροτήσει μια στρατιωτική δύναμη 2000 περίπου ανδρών, με τη συμμετοχή Σέρβων, Μαυροβούνιων, Βουλγάρων και Μολδαβών, που ενισχυόταν σταδιακά με την αθρόα προσέλευση εθελοντών, ενώ στη Φωξάνη (πόλη στα όρια Μολδαβίας και Βλαχίας, σημ. Focşani) ίδρυσε τον Ιερό Λόχο, μια ειδική στρατιωτική μονάδα που περιλάμβανε κυρίως εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 κυκλοφόρησε την προκήρυξή του με τίτλο: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», η οποία καλούσε το έθνος σε ξεσηκωμό. Παράλληλα, κινήθηκε και στο διπλωματικό επίπεδο, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ρωσίας. Ωστόσο, η απροθυμία των Σέρβων να προκαλέσουν αντιπερισπασμό και του Βλαδιμηρέσκου να συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την αποδοκιμασία του Ρώσου αυτοκράτορα στο συνέδριο του Λάιμπαχ και την έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, οδήγησαν στην καταστροφή του στρατεύματος του Υψηλάντη στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821. Μετά την ήττα ο Υψηλάντης κατέφυγε στα αυστριακά εδάφη, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το Νοέμβριο του 1827. Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης στις αυστριακές φυλακές κλόνισαν ανεπανόρθωτα την υγεία του, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του στις 31 Ιανουαρίου 1828 στη Βιέννη, σε ηλικία 36 ετών.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Δεσποτόπουλος Αλ., «Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 20-69.
Dakin D., Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία. 1821-1833, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 1983.
Ενεπεκίδης Π., Ρήγας - Υψηλάντης – Καποδίστριας. Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, εκδ.Βιβλιοπωλείον Εστίας, Αθήνα 1965.
Ενεπεκίδης Π., Αλέξανδρος Υψηλάντης : η αιχμαλωσία του εις την Αυστρίαν 1821-1828: επί τη βάσει ανέκδοτων εγγράφων εκ των μυστικών αρχείων της Βιέννης, εκδ.Παπαζήσης, Αθήνα 1969.
Καμαράδος – Βυζάντιος Γ. , Η Αλήθεια για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Αθήνα 1984.
Μνήμη Αλέξανδρου Υψηλάντη : 200 χρόνια από τη γέννησή του 1792-1992 : επιστημονική διημερίδα Θεσσαλονίκη, 25-26 Φεβρουαρίου 1993, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1995.
Μωραϊτίνης Πατριαρχέας Ε., Αλέξανδρος Υψηλάντης, Αθήνα 1977.
Παπανικολάου Κ., «Η ανάθεση της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας. Ι.Καποδίστριας και Αλ.Υψηλάντης», Λ΄ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 29-31 Μαΐου 2009 Πρακτικά, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2010.
Ροδάκης Π., Ο Αλέξανδρος Υψηλάντη και η Φιλική, Αθήνα 1996.
Φιλήμων Τ., Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1861.

Δικτυογραφία:
«Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος »:


ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ


Το Σεπτέμβριο του 1814 τρεις Έλληνες έμποροι, ο Νικόλαος Σκουφάς από το Κομπότι της Άρτας, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, ίδρυσαν στην Οδησσό τη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση στα πρότυπα των επαναστατικών εταιρειών που εμφανίστηκαν στη νότια και ανατολική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Η σύσταση της Φιλικής Εταιρείας εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας επαναστατικών και εθνογενετικών ζυμώσεων που άρχισαν να εμφανίζονται από τα τέλη του 18ου αιώνα μεταξύ των λογίων και των εμπόρων στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης. Οι ιδρυτές της είχαν διατυπώσει εξαρχής με σαφήνεια τον τελικό τους στόχο, που ήταν ο γενικός ξεσηκωμός για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ξάνθος.

Τα πρότυπα για την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας θα μπορούσαν να αναζητηθούν σε μυστικές εταιρείες, όπως οι Καρμπονάροι και οι Δεκεμβριστές, οι οποίες χρησιμοποιούσαν τελετουργίες που έμοιαζαν με αυτές του τεκτονισμού και υπηρετούσαν ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές ιδεολογίες. Το τυπικό της Εταιρείας περιλάμβανε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης, με συγκεκριμένες ιεροτελεστίες για τη μετάβαση από τη μία βαθμίδα στην άλλη, ενώ στην κορυφή της ιεραρχίας δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Τα πρώτα χρόνια η Εταιρεία παρέμεινε ένας οργανισμός με λίγα μέλη – ως επί το πλείστον επιφανείς Έλληνες εμπόρους από τη Ρωσία και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αλλά και γραμματικούς και υπαλλήλους εμπορικών οίκων. Τα μέλη περνούσαν από μια αρκετά περίπλοκη διαδικασία μύησης και καλούνταν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας αυστηρής εσωτερικής ιεραρχίας, ενώ η αιωρούμενη φήμη για την ύπαρξη της «Αόρατης Αρχής» καλλιεργούσε την πεποίθηση ότι μια μεγάλη δύναμη στήριζε το εγχείρημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων, παραπέμποντας αυτονόητα στη Ρωσία.

Το 1818 η Φιλική Εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάζοντας τη στρατολόγηση μελών μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και διεύρυνε την ηγετική της ομάδα, στην οποία συμπεριλήφθηκαν μεταξύ άλλων ο μητροπολίτης Iγνάτιος Oυγγροβλαχίας, ο Φαναριώτης Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Καίριας σημασίας ήταν η απόφαση της διευθύνουσας επιτροπής να υιοθετήσει το «σύστημα των αποστόλων», για την πραγματοποίηση του οποίου επέλεξε δώδεκα ευυπόληπτους άνδρες που ο καθένας τους ήταν υπεύθυνος της στρατολογίας σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Ο θάνατος του Σκουφά τον Ιούλιο του 1818, σε συνδυασμό με τη σταθερή προσήλωση των ιδρυτών της στην ιδέα ενός αρχηγού με πανελλήνιο κύρος και διεθνή αναγνώριση, τους οδήγησε σε επαφές προς διάφορες κατευθύνσεις, με σκοπό να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση αυτή. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα προσέγγισης του υφυπουργού του Τσάρου Ιωάννη Καποδίστρια, η Εταιρεία στράφηκε προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο Φαναριώτικης οικογένειας και υπασπιστή του τσάρου, ο οποίος δέχθηκε να αναλάβει την αρχηγία της το 1820. Ταυτόχρονα, η Εταιρεία κινήθηκε δραστήρια για τη μύηση νέων μελών σε περιοχές με συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς και ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, κατά βάση στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Ιονίου. Αποτέλεσμα των κινήσεων αυτών ήταν η συσπείρωση στις τάξεις της έμπορων και μικροαστών, αλλά και Φαναριωτών, κοτζαμπάσηδων, κληρικών και οπλαρχηγών (μεταξύ αυτών οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Οδυσσέας Ανδρούτσος, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι κoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος και Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.). Η αθρόα στρατολόγηση νέων μελών έδωσε νέα δυναμική στις επιδιώξεις της Εταιρείας, χωρίς ωστόσο να αλλάξει το χαρακτήρα της κλειστής, συνωμοτικής οργάνωσης.

Μετά την ανάληψη της αρχηγίας από τον Υψηλάντη - και παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες συνεννόησης με άλλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής - οι συνθήκες φάνηκαν ώριμες για την εκπόνηση ενός συνολικού σχεδίου για τον ξεσηκωμό. Οι αρχικοί σχεδιασμοί προέβλεπαν να ξεσπάσει ταυτόχρονα Επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία, ενώ παράλληλα ο Υψηλάντης θα αναλάμβανε να ξεσηκώσει την Πελοπόννησο. Τελικά, και αφού ορισμένα από τα σχέδια είχαν ήδη προδοθεί, η Επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο. Παρά την αποτυχία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, η οποία καταπνίγηκε από τους Τούρκους με τη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821, ο ξεσηκωμός στην Πελοπόννησο κατόρθωσε να επικρατήσει. Ωστόσο, πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι οι Έλληνες ήταν πλέον σε θέση να διεξαγάγουν τον απελευθερωτικό τους Αγώνα χωρίς την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αυγητίδης Κ.Γ., Οι Έλληνες της Οδησσού και η Επανάσταση του 1821, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1994.
Bακαλόπουλος A., "Συμβολή στην ιστορία και οργάνωση της Φιλικής Eταιρείας", Eλληνικά 12(1952-1953), σ. 65-78.
Βασδραβέλης Ι., Η Φιλική Εταιρεία, ο Καποδίστριας και η ρωσική πολιτική, Θεσσαλονίκη 1968.
Bουρνάς T., Φιλική Eταιρεία. A': Tο παράνομο οργανωτικό της. B':O διωγμός της απ' τους ξένους, εκδ. Tολίδη, Aθήνα 1982.
Dakin D., Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία. 1821-1833, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 1983.
Δεσποτόπουλος Αλ., «Η απόφαση για την Επανάσταση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 12-20.
Διαμαντάρα Αχ, «Έγγραφα Φιλικής Εταιρείας, Νισυριακά», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. Θ', σελ. 556-566.
Ιόββα Ι.Φ., Οι Δεκεμβριστές του Νότου και το ελληνικό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975.
Κανδηλώρος Τ., Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821, Αθήνα 1926.
Μελετόπουλος Ι., Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967.
Ξάνθος Ε., Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845.
Παναγιωτόπουλος Β., "Οι τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία. Εμμ. Ξάνθος και Παν. Καραγιάννης", Ερανιστής 2(1964), σ. 138 κ.ε.
Ξόδηλος Αθ., Η Εταιρεία των Φιλικών και τα πρώτα συμβάντα του 1821. Ανέκδοτα απομνημονεύματα, προκηρύξεις, γράμματα και άλλα κείμενα, Αθήνα 1964.
Πρωτοψάλτης Εμμ., «Η Φιλική Εταιρείαν και το έργον της», Νέα Εστία, τ/χ.898 (1964), σ.1688-1695.
Τόμπρος Ν.Φ., «Η πορεία της Φιλικής Εταιρείας στη Μεσσηνία και τα μέλη της: Τεκμηριωτικές αναζητήσεις στο αρχείο Μ. Φερέτος», ΚΘ΄ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 16-18 Μαΐου 2008, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 64-84.
Φιλήμων, Τ., Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834.
Φράγκος Γ., «Φιλική Εταιρεία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 424-432.

Δικτυογραφία:
Γαζή Ε., Φιλική Εταιρεία: Τα μυστικά της Οργάνωσης και η Επανάσταση του ’21: http://www.tovima.gr/society/article/?aid=552666
Ηλιάδη Α., «Η Φιλική Εταιρεία και η επανάσταση του 1821»: http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_1_03.html