Νίκος Καζαντζάκης
Επιμέλεια: Ελευθερία Κυφωνίδου
Ο Νίκος Καζαντζάκης (1887-1956) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη (1856-1932) και της Ελένης Χριστοδουλάκη (1862-1932). Είχε ακόμη δύο αδελφές και έναν αδελφό, που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην Κρήτη με κάποια σύντομα διαλείμματα, τα οποία συνδέθηκαν κυρίως με τις ταραγμένες περιόδους της ιστορίας του νησιού: Τα γεγονότα του 1889 στην Κρήτη γίνονται η αιτία της προσωρινής του διαμονής στον Πειραιά, ενώ λόγοι σπουδών τον υποχρέωσαν να μετακινηθεί εκ νέου, στη Νάξο αυτή τη φορά, όπου φοιτά στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή (1897-1899). Η Κρήτη, εντούτοις, υπήρξε αναμφίβολα το πρώτο «σχολείο» του Καζαντζάκη, ο πρώτος χώρος όπου αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τους ανθρώπους, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Κατά δική του ομολογία, οι πρώτες εκείνες εμπειρίες υπήρξαν καθοριστικές, όχι μόνο για τη μετέπειτα λογοτεχνική του παραγωγή, αλλά και τη διαμόρφωση ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του.
Για τον Καζαντζάκη, ο κύκλος της Κρήτης έκλεισε το 1902, έτος έγγραφής του στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με «άριστα». Το 1907 αναχώρησε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Από πολλές απόψεις, η παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα αποτέλεσε αποκάλυψη, όχι τόσο για την εμβάθυνση στη νομική επιστήμη όσο για τις δραστηριότητές του εκτός αυτής. Το Παρίσι έδωσε στον νεαρό Καζαντζάκη την ευκαιρία να παρακολουθήσει σεμινάρια φιλοσοφίας δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο Ανρί Μπεργκσόν – μια μαθητεία που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική για τη ζωή του και το έργο του. Έτσι λοιπόν, εάν ο Καζαντζάκης εξελίχθηκε σε λαμπρό λογοτέχνη, η Αθήνα και το Παρίσι προσέφεραν τα πρώτα εργαλεία για την εξέλιξή του αυτή.
Η παραμονή του στη αθηναϊκή πρωτεύουσα σηματοδότησε και την πρώτη δειλή του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με το μυθιστόρημα «Όφις και κρίνος», το οποίο αφιερώνει στην πρώτη του σύζυγο, Γαλάτεια Αλεξίου. Ακολούθησε μια σειρά μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων (Ξημερώνει, Φασγά, Σπασμένες Ψυχές κ.α.). Η πρώιμη αυτή λογοτεχνική περίοδος ολοκληρώνεται για τον Καζαντζάκη σχεδόν συμβολικά. Το 1910, το έργο του Η Θυσία (το οποίο θα δημοσιευτεί αργότερα με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας) απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Λασάνειο Δραματικό Αγώνα. Το εν λόγω έργο διασκευάστηκε σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη, για να παρουσιαστεί ως όπερα στο ευρύ κοινό. Το ίδιο διάστημα, δημοσιεύει δοκίμια και μελετήματα, χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Κάρμα Νιρβανή, Ακρίτας και Πέτρος Ψηλορείτης σε γνωστά περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια κ.α.). Λίγο αργότερα, η θητεία του στη γαλλική πρωτεύουσα του άνοιξε νέες οδούς έκφρασης, όπως αυτή της μετάφρασης. Ως το 1915, έφερε το ελληνικό κοινό σε επαφή με σπουδαίους ευρωπαίους διανοητές, με τους Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν, καθώς και με σημαντικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπως αυτό του Πλάτωνα. Καθώς φαίνεται, όλα τον προετοιμάζουν για ένα έργο ζωής – τη μετάφραση της Οδύσσειας: 33.000 δεκαεπτασύλλαβοι στίχοι, χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες και περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, που δεν απαντώνται σε κανένα ελληνικό λεξικό. Το έργο εκδόθηκε το 1938, μετά από επτά συνολικά γραφές.
Μετά το πέρας των σπουδών του, για μεγάλο διάστημα βιοπορίζεται μέσα από την εργασία του στον ελληνικό Τύπο. Ως εξωτερικός ανταποκριτής μεγάλων εφημερίδων όπως η Ακρόπολις, ο Ελεύθερος Λόγος, ο Ελεύθερος Τύπος και η Καθημερινή, δεν έδωσε μόνο μια σειρά σημαντικών άρθρων αλλά και σημαντικές συνεντεύξεις, όπως εκείνες των δικτατόρων Πρίμο ντε Ριβέρα και Μπενίτο Μουσουλίνι (1926). Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρωταρχική του ανάγκη παραμένει η έκφρασή του μέσα από την λογοτεχνική γραφή. Το 1928 εξέδωσε το πρώτο του μνημειώδες έργο, την Ασκητική, στην οποία κατόρθωσε να συμπυκνώσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του. Στο μεταξύ, η ακόρεστη δίψα του για γνώση και νέες εμπειρίες έχει βρει διέξοδο σε πολυάριθμα ταξίδια: Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία κ.α. Στο πλαίσιο των ταξιδιών αυτών, γνωρίζει πιστούς συντρόφους και συνοδοιπόρους. Ενδεικτικά, αναφέρεται ο φίλος και μετέπειτα κουμπάρος του, Άγγελος Σικελιανός, με τον οποίο, εκκινώντας από το Άγιον Όρος, περιηγήθηκαν ανά την Ελλάδα, αλλά και η δεύτερη και ισόβια πλέον σύντροφός του, Ελένη Καζαντζάκη. Από το 1927 ως το 1961, οι ταξιδιωτικές του αναμνήσεις παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από την τμηματική έκδοση μιας ανθολογίας υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Ταξιδεύοντας. Στο εξής, όλες οι εμπειρίες – ακόμη και οι πλέον απογοητευτικές – βρίσκουν τη θέση τους στο συγγραφικό του καμβά. Παραδειγματικά, αναφέρονται τα αποτυχημένα εγχειρήματά του να κατεβάσει ξυλεία από το Άγιον Όρος ή η προσπάθεια εκμετάλλευσης ενός λιγνιτωρυχείου στη Μάνη με τον Γιώργη Ζορμπά, τα οποία μετουσιώθηκαν, ωστόσο, σε αριστουργηματικά έργα, όπως το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) ή το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954).
Μια διαφορετική πτυχή της ζωής του Καζαντζάκη – ίσως η λιγότερο γνωστή – αφορά στην έντονη πολιτική του δραστηριοποίηση. Το σημείο, δηλαδή, που η πνευματική του παρουσία βρίσκει το ισόποσό της στην πολιτική δράση. Δυο φορές ανέλαβε ανώτερη κυβερνητική θέση: την πρώτη ως γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, με βασική αποστολή τον επαναπατρισμό των προσφύγων από την περιοχή του Καυκάσου (1919). Τη θέση αυτή διατήρησε ως την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων το 1920, για να επανέλθει πολλά χρόνια αργότερα ως Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης Σοφούλη (1945-46). Κατά τα φαινόμενα, η εμπλοκή του στη πολιτική ζωή του προσέφερε κυρίως απογοητεύσεις. Το 1929, οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με το σοβιετικό καθεστώς και η διοργάνωση εκδήλωσης από κοινού με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης στην Αθήνα κατέληξαν στην πρώτη δικαστική του δίωξη. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την απαρχή μιας σειράς σφοδρών αντιδράσεων απέναντι στον ίδιο και το έργο του. Αργότερα, την σκυτάλη παίρνει η Εκκλησία: με αιχμή του δόρατος τα έργα του Ασκητική, Ο Καπετάν Μιχάλης (1953) και Ο Τελευταίος Πειρασμός (1955), κατηγορήθηκε αρχικά για αθεΐσμό, ενώ αργότερα η Ιερά Σύνοδος επιχείρησε να επιβάλει την απαγόρευση των βιβλίων του. Παράλληλα, το Βατικανό συμπεριέλαβε τον Τελευταίο Πειρασμό στον περίφημο κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (Librex Librorum Prohibitorum). Οι αντιδράσεις αυτές πιθανότατα του στοίχισαν την εκλογή στην Ακαδημία Αθηνών με διαφορά δύο μόλις ψήφων, ή το Νόμπελ Λογοτεχνίας, παρά τη διπλή υποψηφιότητά του. Τον Ιούλιο του 1957, ο Καζαντζάκης αναχώρησε για ένα τελευταίο ταξίδι στην Κίνα, ως επίσημος προσκεκλημένος της κυβέρνησης. Κατά την επιστροφή, ασθένησε πολύ σοβαρά. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και έπειτα στο Φράιμπουργκ, όπου και κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957.
Νίκος Καζαντζάκης - Ταξιδιωτική λογοτεχνία
Το 1927 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σεράπειον» ο πρώτος τόμος της ταξιδιωτικής ανθολογίας του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο Ταξιδεύοντας∙ Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Αλεξάνδρεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη χρονιά θεωρήθηκε ως το αφετηριακό σημείο της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Βεβαίως, η ταξιδιωτική γραφή προϋπήρχε. Ωστόσο, η πένα του Καζαντζάκη ήταν εκείνη που προσέδωσε στην γραφή αυτή τα μοναδικά χαρακτηριστικά, που επρόκειτο να την καθιερώσουν ως λογοτεχνικό είδος. Από το 1927 ως το 1961, ο ίδιος κατόρθωσε να δημοσιεύσει το σύνολο των ταξιδιωτικών του αναμνήσεων, αρχικά εν είδει ταξιδιωτικών εντυπώσεων σε διάφορα έντυπα της εποχής και αργότερα σε τρεις ακόμη ολοκληρωμένους τόμους υπό τον ίδιο με τον πρώτο, χαρακτηριστικό τίτλο: Ταξιδεύοντας.
Ασφαλώς, τα ταξίδια δεν αποτέλεσαν μια όψιμη ιστορία στη ζωή του Καζαντζάκη. Στα εφηβικά του χρόνια, η ζωή στη γενέτειρά του, την Κρήτη, έχει ήδη διακοπεί δύο φορές με τη σύντομη παραμονή του σε Αθήνα και Νάξο. Αργότερα, λόγοι σπουδών τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει και πάλι την πατρική εστία με προορισμό την Αθήνα και το Παρίσι – αυτή τη φορά οριστικά. Επρόκειτο για ένα κομβικό σημείο. Στο εξής, τα ταξίδια του, δεν υπαγορεύονται από πρακτικούς λόγους. Συνιστούν το πρόσταγμα της ακόρεστης δίψας του για γνώση και νέες εμπειρίες. Είναι, πολύ περισσότερο, η εσώτερη ανάγκη του να βρει απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα της ίδιας του της ύπαρξης. Και αυτό είναι το ποιοτικό στοιχείο που διαχωρίζει τον Καζαντζάκη από κάθε άλλο ταξιδευτή. Στο μεταίχμιο μεταξύ προσωπικού και υπηρεσιακού, ο Καζαντζάκης επιχείρησε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι στη Ρωσία, ως ειδικός απεσταλμένος του Ελευθέριου Βενιζέλου με βασική αποστολή τη μεταφορά των Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου (1919). Έκτοτε, επισκέφτηκε τη Ρωσία ακόμη δύο φορές. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, κατά το πρώτο εκείνο ταξίδι, η Ρωσία, στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, άσκησε μια ξεχωριστή γοητεία στον Καζαντζάκη, η οποία μετουσιώθηκε σε ένα δίτομο έργο με τον εύγλωττο τίτλο: Τι είδα στη Ρουσία (1927-1928).
Στα πολυάριθμα ταξίδια του Καζαντζάκη, εξέχουσα θέση διατηρεί η βαθύτερη γνωριμία του με τον ίδιο τον τόπο του. Με αυτό τον σκοπό, εκκινώντας από το Άγιον Όρος, το 1914, με τη συνοδεία του φίλου του Άγγελου Σικελιανού, περιοδεύει ανά την Ελλάδα. Στα επόμενα χρόνια, σειρά έχει ο υπόλοιπος κόσμος – έξω από κάθε περιορισμό που επέβαλαν τα πενιχρά μέσα της εποχής: Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία κ.α. Στο ευρύτατο αυτό γεωγραφικό πλαίσιο, παρά την αφηγηματική ποικιλία του Καζαντζάκη, μπορούμε να διακρίνουμε ένα ενιαίο συνεκτικό τρίπτυχο: φύση – πολιτισμός – ιστορία. Και όλα αυτά δεμένα σε ένα μοναδικό καμβά, που δεν περιορίζεται στο ταξίδι αυτό καθαυτό, αλλά και στα προ του ταξιδιού, καθώς και στα μετά, στην πολύτιμη εμπειρία, δηλαδή, που κάθε ταξίδι αφήνει. Εντούτοις, η ομορφιά του ταξιδιού δεν θολώνει τον νου του. Εξακολουθεί να διατηρεί μια ξεκάθαρη ματιά, που του επιτρέπει να ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα. Ενδεικτικά, αναφέρεται η απροθυμία του να αποσιωπήσει τη δολοφονία του ποιητή Λόρκα από το φρανκικό καθεστώς στις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις από την Ισπανία (1956) και η τόλμη του να επικρίνει την βρετανική πολιτική στην Κύπρο στο επίμετρο που πρόσθεσε αργότερα στις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις από την Αγγλία (1956). Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, ο Καζαντζάκης κατορθώνει, από κάθε άποψη, να μετατρέψει τον αναγνώστη όχι απλώς σε συνοδοιπόρο, αλλά σε συμμέτοχο στην ουσία του ταξιδιού – μέσα από ένα μοναδικό πάντρεμα του ατομικού και του συλλογικού, της φύσης και του ανθρώπου, της μικροϊστορίας των απλών ανθρώπων και μακροϊστορίας του κόσμου. Αυτή, εξάλλου, είναι και η μαγεία του ταξιδιού που ο Καζαντζάκης μεταδίδει στους αναγνώστες του.