ἀμαθὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαθὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαθής ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ(Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμαθής.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ μαθών, ἀπαίδευτος ἔνθ. ἀν.: Παροιμ. Κάλλι̮α γέρως μαθητής, | πάρα νέος ἀμαθὴς (προτιμότερος εἶναι ὁ ὀψιμαθὴς γέρων τοῦ ἀμαθοῦς νέου, ἄξιος τιμῆςκαὶ ὁ βραδέως διδασκόμενος)ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2130,192. Πβ. ἀμάθευτος, ἀμαθήτευτος, ἀμάθητος, ἀμάθιστος, ἄμαθος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/