ἀμάθιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάθιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάθιστος ἐπίθ. Πόντ (Τραπ.Χαλδ. κ.ἀ)ἀμάθιγος Πόντ.(Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαθιστὸς < μαθίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μή διδαχθείς τι, ἀδίδακτος ἔνθ. ἀν.: Ἀμάθιστος ἔν’ ἀκόμαν καὶ ‘κ’ ἐξερ’ ντὸ θὰ λέῃ (καὶ δὲν ἠξεύρει τί θὰ εἴπῃ)Χαλδ. Τ’ ἄλογον ‘ςσὸ σεμέρ’ ἀμάθιγον ἔν’ (σεμέρ’= σαμάρι)Χαλδ. Πβ. άμάθευτος, ἀμαθής, ἀμαθήτευτος, ἄμαθος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA