ἀμακκεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμακκεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμακκεύω ἀμάρτ. ἀμακκεύου Θεσσ.(Ζαγορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμάκκα.

Σημασιολογία

Σφετερίζομαι πρᾶγμα άνῆκον είς ἄλλον: Αὐτὸς ἡ -γ-ἄθριπους εἶνι μι̮ὰ ἀμάκκα, δὲ δ΄λεύ΄, μόν΄ βλέπ΄ πῶς νὰ ἀμακκέψ΄τοὺν ἕναν κὶ τοὺν ἄλλουν! Πβ. άμακκώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/