ἀμακκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμακκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμακκώνω Ἀθῆν. Πελοπν. (Μεγαλοπ.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμάκκα.
Σημασιολογία
1)Λαμβάνω τι ἄνευ καταβολῆς τοῦ ἀντιτίμου Ἀθῆν. κ.ἀ. 2)Κλέπτω Ἀθῆν. 3)Ἁρπάζω Πελοπν.(Μεγαλόπ.) Πβ. ἀμακκεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA