ἀμάλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμάλωτος ἐπίθ. Ἤπ. Κρήτ. Μακεδ. κ.ἀ —Λεξ. Κομ. Γαζ.(λ. ἀψεγὴς)Λάουνδ. Περίδ. Ἠπίτ. Μ.Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαλωτός < μαλώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλἀχ.

Σημασιολογία

1)Παθ. ὁ μὴ ἐπιπληχθεὶςΜακεδ. κ.ἀ. — Λεξ. Κομ. Γαζ. Περίδ. Ἠπίτ. Μ.Ἐγκυκλ. Κἀνένα δὲν ἀφίνει ἀμάλωτο Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ φιλονικήσας πρὸς τινα Ἤπ.: Εἴμαστε ἀμάλωτοι (δὲν ἐφιλονικήσαμεν, εἴμεθα φίλοι) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/