ἀμανάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμανάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμανάτι τὸ, ἀμανάτιν Κύπρ. Λυκ(Λιβύσσ.)Μεγίστ. ἀμανάτι κοιν καὶ Πόντ. ἀμανάτ’ Θάσ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)Σάμ. Χίος (Πυργ.)‘μανάτ’Στερελλ. (Αἰτωλ.)άμανέτιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.)ἀμανέτι Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ)Καππ. (Ἀνακ.)Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ.ἀ.)Μακεδ.(Καστορ. κ.ἀ.)— Λεξ. Κομ. Λάουνδ. Περίδ. Ἠπίτ. ἀμανέτ΄ Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ.)Ἴμβρ. Λέσβ. (Πάμφιλ.)ἐμανέτι Θρᾴκ (Ἀδριανούπ.)Κρήτ. — Λεξ. Περίδ. Βυζ. Ἠπίτ. ἐμανέτ΄ Θρᾴκ. (Ἀδριανουπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. emanet, παρ΄ ὂ καὶ amanat. Πβ. GMeyer ἐν Byzant. Zeitschr. 3 (1894)155. Ἡ λ. καὶ παρὰ MCrusius Turcograec. 294.

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Τὸπαρακατατεθειμένον πρὸς φύλαξιν πρᾶγμα, παρακαταθήκη κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.)Πόντ. (Κερασ. Τράπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Μᾶς τὸ ἄφησε γι̮ὰ ἀμανάτι κοιν. Ἀφίνω σε τὴν ὥρα μ΄ ἀμανάτ΄ Χαλδ. Θέ μου, πᾶρ΄ τ΄ ἀμανάτι σου! (δηλ. τὴν ψυχήν μου)Λάστ. || ᾎσμ. Πᾶρε μου, Θὲ μου, τὴ ζωὴ ποῦ μοῦ ‘χεις ἀμανέτι καὶ δὲ bορῶ νὰ πέφτω bλε̮ὸ τσ΄ ἀγάπης μου μεdέτι Κρήτ. β)Συνεκδ. πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐμπιστεύεταί τις εἰς τήν φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν ἄλλου πολλαχ. καὶ Πόντ.(Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ὁ δεῖνα ἦταν ἀμανέτι ΄ςθε͜ιᾶς τὰ χέρι̬α Θρᾴκ. Ἄρρωστον τ’ ἐσὸν ἀμανάτ΄ ἔν΄!(ὁ ασθενὴς εἶναι ἰδικόν σου ἀμανάτι. Οὕτω λέγεται ὑπὸ τοῦ ἐμπιστευομένου τὴν ἐπιμέλειαν ἀσθενοῦς εἰς τὴν φροντίδα ἄλλου ἤ τοῦ ἐπικαλουμένου ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν βοήθειαν ἁγίου)Τραπ. Χαλδ. Πβ. ἀρχ. παρακαταθήκη. γ)Μικρὸν συνήθως πολύτιμον άντικέιμενον ριπτόμενον κατὰ τὸν κλήδονα ἐντὸς τοῦ ὑδροφόρου δοχείου Θρᾴκ. (Κομοτ.)2)Ἐνέχυρον, ὑποθήκη, συνήθως μετὰ του ρ. βάζω κοιν.: Ἔβαλε τὰ σκουλαρίκια της ἀμανάτι. Ἦρθε ΄ς τὴν ἀνάγκη νὰ βάλῃ τὸ ρολόγι του ἀμανάτι γι̬ὰ νὰ πάρῃ λίγα χρήματα. Θέλει νὰ βάλῃ τὸ σπίτι του ἀμανάτι κοιν. Συνών. ἀμάχι. 3)Ταχυδρομικὸν δέμα περιέχον διάφορα πράγματα, τὸ ὁποῖον παραδίδεται εἰς εἰδικόν ταχυδρόμον λεγόμενον ἀμανετζῆν πρὸς μεταφορὰν Ἀμοργ. Θρᾴκ.(Κομοτ.)Ἴμβρ. Λέσβ.(Πάμφιλ. κ.ἀ.)Μεγίστ. Πόντ.(Χαλδ.)Τῆν. Συνών. ἀποδοσίδι. β)Ἐντολὴ, παραγγελία Κρήτ. Μακεδ. Πόντ.(Κερασ.)|| ᾎσμ. Σ΄άφίνω, κόρη μ΄, κ΄ἔχε γει͜ὰ, σ΄ ἀφίνω κι̮ άμανέτι, τὰ μῆλ΄ἀπὸ τὸν κόρφο σου ἄλλος νὰ μὴν τὰ πι̮άσῃ Μακεδ. Τότε σ΄ἀφίνω τὴν ὑγει͜άν, σ΄ άφίνω ἀμανέτιν Κερας. 4)Τὸ ἐντὸς δέματος ἀποστελλόμενον εἰς τὴν μνηστήν ὡς ἀρραβὼν πολύτιμον δῶρον, οἷον χρυσοῦν κόσμημα, χρυσᾶ νομίσματα κττ. Κρήτ.: Ἡ κωπελλι̮ὰ εἶναι δικὴ σας καὶ φέρετέ μας ἀμανέτι. Β)Μεταφ. 1)Ἡ ψυχὴ (ἡ ὁποία εἶναι οἱονεὶ παρακαταθήκη τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα πρὸς φύλαξιν εἰς τὸνἄνθρωπον)Ἤπ.: Φρ. Τοῦ παίρνω τ΄ἀμανάτι (τὸν φονεύω) 2)Ἄνθρωπος ἀργὸς, ράθυμος, ἄχρηστος (ἐκ τῆς ἐννοιας τῶν ἀχρησιμοποιήτων μενόντων ἐνεχύρων)Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεγαλόπ. κ.ἀ.) : Ποιός; Τὸ ἀμανάτι νὰ σοῦ κάνῃ δουλειά; Βούρβουρ. Συνών. άμάχι, ἀποδοσίδι, σημάδι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμανάτς (ἐκ τοῦ Ἀμανάτης)καὶ ὡς ἐπών. Πόντ (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/