ἀμανατι̮άζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανατι̮άζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμανατι̮άζω Πελοπν. —Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ΄μανατι̮άζου Στερελλ.( Αἰτωλ. κ.ἀ.)— ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ 169
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμανάτι.
Σημασιολογία
1)Δίδω πρᾶγμα τι ὡς ἐνέχυρον, ὡς παρακαταθήκην, βάζω ἀμανάτι ἔνθ. ἀν.: Θὰ ΄μανατι̮άσουμι τοὺ σπίτ΄ μας νὰ πάρουμι λιφτὰ Αἰτωλ. 2)Ὁρίζω τινὰ εἴς τινα ὑπηρεσίαν Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)— ΔΛουκόπ. ἔνθ. ἀν.: ‘Σ τ΄ἄλλα βουνήσι̮α χωρι̮ὰ ... ὅσα σπίτι̮α θρέφουν γιδερὰ, ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τῆς οἰκογένε͜ιας τὸ ΄μανατι̮άζουν μὲ τὰ μανάρι̮α ΔΛουκόπ. ἔνθ. ἀν. Πβ. ἀμανατεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA