ἀμανίκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμανίκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμανίκωτος ἐπίθ. (ΙΙ)Μεγίστ. Πόντ. (Οίν.)— Λεξ. Ἠπίτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μανικωτὸς < μανικώνω (ΙΙ)

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἔχων ἤ μὴ φορῶν μανίκαν, ἤτοι χειριδωτὸν ἔνδυμα Μεγίστ.: Παροιμ. Ηὗραν ἑ ἄμμαλες μαλλι̮ὰ τς΄ἑ ἄπλυτες σαπούνι̮α, ηὕβραν τς΄ἑ άμανίκωτες μανίτσες τς΄ ἐφορέσαν (ἐπὶ ἀναξίων ἤ ἀνθρὠπων κατωτάτης κοινωνικῆς τάξεως ἀπροσδοκήτως πλουτησάντων ἐκ κληρονομίας ἤ ὁπωσδήποτε ἄλλως) . Πβ. άκαμισίαστος, ἀκάμισος, ἀκαμίσωτος. 2)Μεταφ. πτωχός, δυστιχὴς Μεγίστ. Πόντ.(Οἰν.)— Λεξ. Ἠπίτ.: Φρ. Ἄκλερος κι̮ ἀμανίκωτος (ἐπὶ ἐσχάτης της πενίας)Οἰν. || Παροιμ. φρ. Ἄς δουλεύουν ἑ μανικωμένοι γιὰ τοῦς ἀμανίκωτους (ὅτι οἱ πλούσιοι θὰ τρέφουν ἤ ὀφείλουν νὰ τρέφουν τοὺς πτωχοὺς)Μεγίστ. Συνών. ἄκληρος 2, ἔρημος, κακόμοιρος, κακορρίζικος, μίζερος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/