ἀμανιταρε̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανιταρε̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμανιταρε̮ὰ ἡ, Πάρ. ὀμανιταρὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμανίτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –αρε̮ά, περὶ ἧς πβ. λ. ἀβγαρέα.
Σημασιολογία
1)Οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς ρίζης δύο ἤ τρεῖς συμφυόμενοι μύκητες Πάρ. 2)Τόπος, ἔνθα φύονται μύκητες Δ.Κρήτ. Συνών. ἀμανιτε̮ὰ, ἀμανιτότοπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA