ἀμαντάλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαντάλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαντάλωτος ἐπίθ. Πολλαχ. Καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀμαdάλωτος πολλαχ. ἀμαντάλουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀμαdάλουτους πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ ἐπιθ. *μανταλωτὸς < μανταλώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διὰ μανδάλου κλεισθείς, ὁ μὴ μανδαλωθείς, ἐπὶ θύρας καὶ παραθύρου ἔνθ’ ἀν.: Θύρα ἀμαdάλωτη Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τὴν πόρταν ἀμαντάλωτον ἐφέκε (ἄφησεν) Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/