ἀμαρκάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαρκάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαρκάριστος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαρκαριστὸς < μαρκάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -΄ιζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φέρων μάρκαν ἤτοι διακριτικὸν σῆμα, οἶον τὰ ἀρχικὰ γράμματα ὀνόματος κττ.: Μαξιλλάρι-μαντήλι ἀμαρκάριστο. Συνών. ἀμάρκι̮αστος, ἀμάρκωτος. Πβ. ἄβουλλος, ἀβούλλωτος 3. 2) ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἐδόθη μάρκα ἤτοι σύμβολον ἔναντι τῆς ἀξίας του, εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἑστιατορίων, καφενείων κττ. ἐπὶ φαγητῶν, ποτῶν κττ. Ἀθῆν.: Καφὲς ἀμαρκάριστος. Πι̮οτὸ - φαγητὸ ἀμαρκάριστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/