ἀμασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασία
Τυπολογία
ἀμασία ἡ, Πελοπον. (Γορτυν. Κορινθ. κ.α.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ρ. μασῶ
Σημασιολογία
Στέρησις τροφῆς: Φρ. Αὐτός ἒχει ἀμασία ἢ ἀμασίες! (στερεῖται τροφῆς, πένεται δεινῶς)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA