ἀμασκάλη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκάλη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμασκάλη ἡ, μασκάλη πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Καρδ.) μασκά᾿ Μακεδ. στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμασκάλη κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀμασχάλ Πόντ (Χαλδ. κ. ἀ.) ἀμασκάλ Πόντ. (Κερας. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμασκάλα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) — Λεξ. Δεὲκ. Λάουνδ. ἀμασκά᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μύκ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμπασκάλη Σιφν. ἀμπασκά᾿Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) ἀbασκάλη Κρήτ. (καὶ ἀμασκάλη) ἀbασκά᾿ Ἴμβρ. ἀμοσκάλη Ἄνδρ. Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Καρ. Κάρπ. Κεφαλλ. Λέρ. Πάρ. Ρόδ. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. κ. ἀ. ἀμοσκά᾿ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀμοσκάλα Τσακων. ἀμοσκὰ Τσακων. ἀμουσκάλη Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ. ἀ.) Ἰκαρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. κ. ἀ. ἀμουσκά᾿ Μακεδ. (Χαλκιδ.) μοσκάλη Κῶς μουσκάλη Κύπρ. (Πάφ.) βασκάλη Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) πασκάλη Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπασκάλη Χηλ. ἀπουσκάλη Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ του ἀρχ. οὐσ. μασχάλη. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ. Τὸ μασκάλη καὶ παρὰ Δουκ.Διὰ τὸν τύπ. ἀμασκάλα ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ. 1,71 κἑξ. 2,24 καὶ 139. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ π ἐν τῷ τύπ. ἀμπασκάλη πβ. καὶ ἀμάδα – ἀμπάδα, καμουχᾶς – καμπουχᾱς, χαμηλώνω – χαμπηλώνω κττ. Ἐν τῷ τύπ. ἀμοσκάλη ἐγεννήθη τὸ ο, διότι ἡ λ. ὡς πολυσύβαλλος ἐνομίσθη ὡς σύνθετος καὶ τὸ ο ἐχαρακτηρίσθη ὡς φων. συνδετικόν. Πβ. καὶ ἁμαξηλάτης - ἁμαξολάτης. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,245. Τὸ ἀμοσκὰ ἐκ τοῦ ἀμοσκάλα ἐκπεσόντος τοῦ λ καὶ συγχνευθέντων τῶν δύο α. Διὰ τὸν τύπ. Βασκάλη πβ. μιτάριον – βιτάριον (μεσν.), ἀμάκκα - ἀβάκκα, ζυμώνω – ζυβώνω, μελόχα - ἀβελόχα (ἰδ. μολόχα) κττ. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. ἀρχ 6 (1923) 317. Διὰ τοὺς τύπ. ἀbασκάλη - ἀπασκάλη – πασκάλη πβ. καὶ πάγκος έκ τοῦ banco. Πβ. καὶ Χπαντελίδ. ἐν Byzant. -Neugr Jahrb. ^ (1926/7) 420. Τὸ ἀπουσκάλη ἐκ τοῦ ἀμοσκάλη διὰ τοῦ μεταβατικοῦ ἀμαρτ. τύπου ἀποσκάλη. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,313 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 32. Διὰ τὸ σχ τοῦ τύπ. Χαλδ. ἀμασχάλπβ. τὰ ὃμοια αὐτόθι μασχαρεία, μασχαρεύω κτλ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπὸ τὸν ὦμον παρὰ τὴν ἄρθρωσιν τοῦ βραχίονος κοῖλον μέρος, μασχάλη κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Βάζω – κρατῶ κάτω ἀπὸ τὴν ἀμασκάλη. Τὸ καλοκαίρι ἱδρώνουν πολὺ οἱ ἀμασκάλες. Τὸ ἔπι̮ασε τὸ παιδὶ ἀπὸ τοὶς ἀμασκάλες κοιν. Ἀποκατοῦσε ὰν ἀμοσκά σι (ὑπὸ τὴν μασχάλην του) Τσακων. || Παροιμ. Δυ̮ὸ καρπούζι̮α ᾿σὲ μι̮ὰ μασκάλη δὲν κουβαλε͜ιοῦνται (ἐπὶ ἔργου δυσκατορθώτου. Τῆς παροιμ. ὑπάρχουν πολλαὶ παραλαγαὶ) Ἤπ. || ᾎσμ. Χρουσῆν ἐλα͜ιά ‘χεις ᾿ς τὸ βυζὶ κ’ ἐλα͜ιὰ ᾿ς τὴν ἀμοσκάλη Ἱων. (Κάτω Παναγ.) 2) Τὸ παρὰ νέον κλάδον δένδρου κοίλωμα Πάρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφρ. Ἱστορ. 3,15,1 «ράβδοις ἄνευ μασχαλῶν καὶ ἀνόζοις». Πβ. ἀμασκαλίτης 3. 3) Τμῆμα τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Κρήτ. Πβ. ἀμασκαλίστρα. 4) Τὸ τὴν μασχάλην καλύπτον τμῆμα τοῦ ἐνδύματος Κύθν. Κ. ἀ. Συνών ἀμασκαλίδι 1, ἀμασκαλίτης 2, ἀμασκαλίχτρα. Πβ. ἀγκῶνας 2, πέττο, ὦμος. Ἰδ. ΑΧατζῆν ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 257 περὶ τῆς λ. κοπέλλι. 5) Στροφὴ περὶ δένδρον ἢ βράχον κείμενον ἐν ἀγρῷ Νάξ. (Ἐγκαρ. Φιλότ.): Ὦ, μασκάλη! (πρὸς τοὺς ἀροτριῶντας βοῦς) Ἐγκαρ. Μασκάλη, μασκάλη! Φιλότ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ἀμασκάλη Θεσσ. (Πήλ.) Κάρπ. Ἀμασκάλα Πελοπν. (Μάν.) Μασκάλη Κῶς Ἀμασκάλες Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA