ἀμασκάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμασκάλι τὸ, ἀμάρτ. μασκάλι Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. μασκάλη. Πβ. καὶ μεσν. μασχάλιον.
Σημασιολογία
1) Ὁ μεταξὺ δύο ἐγγὺς κειμένων λόφων περιλαμβανόμενος χῶρος Κρήτ.: Γι̮αέρνω τὰ πρόβατα ἀποὺ τὸ μασκάλι. Πβ. ἀμασκαλωσι̮ὰ 3. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Μασκάλι Κάρπ. Κρήτ. Μαῦρο Μασκάλι Κρήτ. 2) Διακλάδωσις, ἐπὶ δένδρου Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA