ἀμασκαλι̮άζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκαλι̮άζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμασκαλι̮άζω, μασκαλι̮άζω Νάξ. (Ἐγκαρ.) μασκαλι̮άζου Μακεδ. (Χαλκιδ.) μουσκαλι̮άζω Κύπρ. ἀμασκαλι̮άζω Κρήτ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) ἀμασκαλι̮άζου Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀμουσκαλι̮άζου Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμασκάλη.

Σημασιολογία

1) Περιβάλλω τι ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἐναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι Μακεδ. (Χαλκιδ.): Ἀμουσκάλι̮ασα τοὺ πιδὶ - τοῦ δέdρου. Τ’ν εἶχι τὴ gόρ’ μασκαλι̮ασμέ. Συνών. ἀγκαλε̮άζω Α1. 2) Περιβάλω διὰ τῶν χηλῶν τοῦ ποδός, ἐπὶ χοίρου, ὁ ὁποῖος περιβάλλων τὰς καλάμας τῶν σιτηρῶν διὰ τῶν χηλῶν καταρρίπτει διὰ νὰ φάφῃ αὐτὰς Κύπρ. 3) Παρακάμπτω βράχον ἢ πέτραν κατὰ τὴν ἀροτρίασιν Νάξ. (Ἐγκαρ.): Μασκάλι̮ασε εὐτὴ τὴν πέτρα. Πβ. ἀμασκάλη 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/