ἀμασκαλίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμασκαλίδι τό, ἀμάρτ. μασκαλίδ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ους. ἀμασκάλη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδι. Πβ. καὶ μεταγν. μασχαλίς.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπὸ τὴν μασχάλην τμῆμα τοῦ ἐνδύματος. Συνών. ἀμασκάλη 4, ἀμασκαλίτης 2, ἀμασκαλίχτρα, ἀμπελοβατράχι, βατράχι. 2) Ζώνη, ἥτις διερχομένη διὰ τῶν μασχαλῶν τῶν προσθίων ποδῶν τῶν ζῴων συγκρατεῖ τὸ σάγμα: Ἅμα κουπῇ ἡ ζώστρα, κρατᾶν τοὺ σαμάρ’ τὰ μασκαλίδι̮α. Συνών. ἀμασκαλούδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA