ἀμασκαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμασκαλίζω Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ αρχ. Μασχαλίζω.

Σημασιολογία

Λαμβάνω τι ὑπὸ τὴν μασχάλην: Ἀμασκαλίζει τὰ παραστήμονα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/