ἀμασκαλίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμασκαλίτης ὁ Κάρπ. Πάρ. Ρόδ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) — Λεξ. Αἰν. ἀμοσκαλίτης Ἀθῆν. Πάρ. Σύμ. μασκαλίτης Πάρ. Θηλ. μασκαλίτσα Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμασκάλη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτης. Τὸ θηλ. ἀμασκαλίτσα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀμασκαλίτισσα.
Σημασιολογία
1) Ἐξοίδημα, ἀπόστημα ὑπὸ τὴν μασχάλην, ἐπὶ ἀνθρώπου Ἀθῆν. Πάρ. Πόντ. (Οἰν.) Σύμ. 2) Τεμάχιον ὑφάσματος προσραπτόμενον εἰς τὴν μασχαλιαίαν χώραν τοῦ ἐνδύματος, ὑπομασχάλιον Λεξ. Αἰν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀμασκαλίδι 1. 3) Παρασπὰς ἀπὸ τῆς μασχάλης κλάδου ἀποσπασθεῖσα Πάρ.: Αὐτὸ τὸ φυτὸ ἔπι̮ασε γρήγορα, γι̮ατὶ ἦτο μασκαλίτης. Πβ. ἀμασκάλη 2. 4) Ὡρισμένον τμῆμα τοῦ κηρίου τῶν μελισσῶν, ὅρ. μελισσοκομικὸς Κάρπ. 5) Τὸ διαγωνίως καὶ κάτωθεν τοῦ καταστρώματος τοῦ πλοιαρίου τιθέμενον ξύλον πρὸς ὑποστήριξιν αὐτοῦ Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA