ἀμασκαλωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκαλωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμασκαλωτὸς ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀμασκαλώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ἐπὶ δένδρου: Δέdρο ἀμασκαλωτό. Πβ. ἀμασκάλι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/