ἀμασκάρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκάρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμασκάρευτος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μασκαρευτὸς < μασκεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Κυριολ. ὁ μὴ μεταμφιεσθεὶς σύνηθ.: Ἐπῆγα ἀμασκάρευτος ᾿ς τὸ χορὸ Ἀθῆν. 2) Μεταφ. ὁ ἠθικῶς ἄψογος, ἀνεπίληπτος πολλαχ.: Ἀμασκάρευτη γυναῖκα – κωπέλλα Ἀθῆν. κ. ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/