ἀμαύλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαύλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμαύλι τό, Κύπρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ὅμαυλος διὰ τοῦ μεταβατικοῦ οὐσ. *ὁμαύλιον.

Σημασιολογία

Τόπος ἤ κτῆμα, τοῦ ὁποίου ἡ χρῆσις εἶναι κοινή:Ἔκαμες τὰ σπίδκιˬα μου ταὶ τ᾿ἀμπέλιˬα μου ἀμαύλιν σου νὰ τέλλεσαι μέσα! (τέλλεσαι=κινῆσαι ἐλευθέρως) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/