ἀμελὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμελὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμελὲς ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Λυκ. (Λιβύσσ.)ἀμιλὲς Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ.)ἀμλᾶ ἡ, Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. a mele.
Σημασιολογία
1)Σύνολον ἐργατῶν ἐκτελούντων ἔργων τι ἄνευ ἀμοιβῆς Θρᾴκ. (Μάδυτ.)Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) : Πάγω - δουλεύω ᾿ ς σὴν ἀμλᾶν Χαλδ. 2)Ἐργάτης, συνήθως ὁδῶν καὶ σιδηροδρόμων Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρεκκλ.)Λυκ. Λιβύσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA