ἀμελεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμελεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμελεύω ἀμάρτ. ἀναμελεύω Λεξ. Λεγρ. ἀναμελεύου Τσακων. ἀνεμελεύω Καρπ. Σῦρ. ἀνεμελεύγω Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμελος, παρ᾿ὃ καὶ ἀνάμελος. Πβ. καὶ μεσν. ἀναμελεύγω. Ὁ τύπ. ἀναμελεύω καὶ παρὰ Σομ., παρ᾿ ᾦ καὶ μετοχ. ἀναμελεμένος.

Σημασιολογία

Δεικνύω νωθρότητα, ὀκνηρίαν, ἀμέλειαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος, εἶμαι ἀμελὴς ἔνθ᾿ἀν.: ᾿ Ανημέλεψε ἀνημέλεψε δὲν ἐξετέλεψα τὸ δεῖνα Σῦρ. Μὴν ἀνεμελεύῃς αὐτόθ. Συνών. ἀμελῶ, τεμπελεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/