ἀμελητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμελητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμελητὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀναμελητὴς Χίος
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀμελητής
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ μεριμνῶν, ὁ μὴ φροντίζων περί τινος, ἀμέριμνος. Συνών. ἄμελος 2. 2)Ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, τὴν ἐργασίαν, φυγόπονος, ὀκνηρός. Συνών. ἄβραστος Β1, ἀκαμάτης 1, ἀμελής, ἄμελος, ἄψητος, τεμπέλης, ὠμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA