ἀμελ̮ιάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμελ̮ιάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμελ̮ιάρις ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀναμελιˬάρις Κρήτ. (Σέλιν. ἀ. κ.)ἀνεμελιάρις Κρήτ. ἀνιμιλιˬάρ᾿ ς Λέσβ. (Πλομάρ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμελιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ἀμελής, ἄφροντις. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμελής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/