ἀμερεμέτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμερεμέτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμερεμέτιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀμιριμέτ᾿ στους πολλαχ. ἀμερεμέτιγος πολλαχ. ἀμιριμέτ᾿ γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μερεμετιστὸς < μερεμετίζω. Ἠ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Κυριολ. ὁ μὴ ἐπισκευασθείς, ὀ μὴ ἐπιδιορθωθείς, ἀνεπισκεύαστος, ἐπί οἰκοδομῶν ἔνθ᾿ἀν.: Ἄφησα τὸ σπίτι άμερεμέτιστο πολλαχ. Λόντζα ἀμιριμέτ᾿ ᾿Αἰτωλ. 2)Μεταφ. ὁ μὴ δαρεὶς Πελοπν. (Κορινθ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἀμιριμέτ᾿ γου τοὺν ἔεις ἀκόμα; Αίτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA