ἀμερόληπτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμερόληπτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμερόληπτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. μεροληπτῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ παραβλέπων οὐδενὸς τὰ ἐλαττώματα, τὰ σφάλματα, τὰ κακουργήματα κττ., ὁ μὴ χαριζόμενος εἰς οὐδένα: Ἄνθρωπος - δικαστὴς ἀμερόληπτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/