ἀμερτίκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμερτίκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμερτίκωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀμερδίκωτος Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μερτικωτὸς < μερτικώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καταλειπών γόνους, ἄτεκνος. Συνών. ἀβλαστάρωτος 2, ἄκλαδος (ΙΙ) , ἀκλάδωτος 2, ἄκληρος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA