ἀμετάδοτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμετάδοτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμετάδοτος ἐπίθ. ἐνιαχ. — Λεξ. Δεὲκ Λάουνδ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. ἀμιτάδουτους Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἀμετάδετος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀμετάδοτος. Ὅτι ἡ λ. παλαιοτέρα μαρτυρεῖ τὸ μεταγν. ἐπίρρ. ἀμεταδότως.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ μεταλαβὼν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἔνθ᾿ ἀν.: Πέθανι ἀμιτάδουτους Ἴμβρ. Συνών. ἀκοινώνητος 2, ἀμεταλάβιστος, ἀμετάλαβος, ἀμεταλάβωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA