ἀμετάν͜οιωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμετάν͜οιωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀμετάν͜οιωτα ἐπίρρ. Κωνπλ. Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. άμετάν͜οιωτος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ ἔχῃ μετανοήσει τις, νὰ, ἔχῃ μεταβάλει γνώμην, ἀμεταμελήτως ἔνθ᾿ ἀν.: Νὰ τοὺς χαιρούμαστε, στερεωμένες οἱ δουλ͜ειές μας, ἀμετάν͜οιωτα! (εὐχὴ κατὰ τοὺς ἀρραβῶνας)Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/