ἀμετάν͜οιωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμετάν͜οιωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμετάν͜οιωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀμιτάν͜οιουτους Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μεταν͜οιωτὸς < μεταν͜οιώνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ μεταμελούμενος, ἀμετανόητος, ἀμεταμέλητος. Συνών. ἀμετανόητος 1. 2)Ὁ μὴ μεταβάλλων γνώμην ἀγν. τόπ.: Τόσα τοῦ εἶπα, αὐτὸς ἔμεινε ἀμετάν͜οιωτος!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/