ἀνακαλαμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαλαμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαλαμώνω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. καλαμώνω.
Σημασιολογία
Ὑποστηρίζω διὰ καλάμων ἣ ὁμοίων στηριγμάτων τοὺς κλίνοντας κλώνους ἢ κορμοὺς φυτῶν καὶ δενδρυλλίων: ’Ανακαλάμωσα τοῖς γαρουφαλεˬές τοὶς τριανταφυλέˬες κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA