ἀνακαλιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαλιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακαλιˬὸ τό, ἀμάρτ. ἀνεκαλιˬὸν Κύπρ. ᾿νεκαλιˬόν Κύπρ. ’νεκάλιˬον Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακαλῶ. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. ᾿νεκάλιˬον διὰ μετρικήν ἀνάγκην.

Σημασιολογία

’Ανακαλητόν, ὃ ἱδ. : Ποτὲ ᾿ὲν μᾶς λείπει τὸ κλάμαν, πάντα μὲ πίκρες ταὶ ᾿νεκαλιˬόν. Τ᾽ ἀνεκαλιˬά της ἀκούονταν ἕναν μίλιν τόπον. ǁ ᾎσμ. Ἐλᾶτε νὰ μ᾿ ἀκούσετε ’ντά κλάμαν καἱ ᾿νεκάλιˬον, πὄχασα τὴν ἀγάπην μου, νὰ ἔν’ πεθάνω κάλλιˬον! (’ντά=εἶντα,τὶ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/