ἀνακαλισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαλισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνακαλισμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀνεκαλισμὀς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ᾿νεκαλισμὀς Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀνακαλίζω παρὰ τὸ ἀνακαλῶ . Πβ. ἀγαναχτῶ ἀγαναχτίζω ἀγαναχτισμός.

Σημασιολογία

1) Θόρυβος, φωνασκίαι Νάξ. (’Απύρανθ.): Εἶd’ ἀνακαλισμὸ εἶναι ποῦ τόνε κάνετε ὅλη μέρα, τόν ἀνθρωπο λωλαίνετε! 2) Θρῆνος, κλαυθμὸς Κύπρ. : ᾎσμ. Μὲ πόνους ταὶ μὲ στεναγμούς, μὲ τὸν ’νεκαλισμόν του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/