ἀνακαλουρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαλουρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακαλουρίδα ἡ, ἀμάρτ. ἀναgαλουρίδα Κρήτ. (Ρέθυμν) ἀνακαρουλίδα Κύθηρ. ἀνεκαλουρίδα Α.Κρήτ. ἀνεκουλουρίδα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀνακαλούρι < ἀνακαλουρίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰ -ίδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ μεταβολὴ τοῦ καιροῦ πρὸς τὸ καλύτερον Κρήτ.: Ἤκαμε μιˬὰν ἀνεκαλουρίδα κ’ ἐπετάχτηκα καὶ ἤφερα δυˬὸ λα͜ιόκλασδα. Συνών. εὐδία. Καλωσύνεμα. 2) Ἡ βελτίωσις κακῆς τινος καταστάσεως Κύθηρ.: Φρ. Ἐπῆρε ἀνακαρουλίδα (ἀνέλαβεν ἐκ νοσήματος). 3) 'Η φαινομενικὴ καλυτέρευσις τοῦ μελλοθανάτου Κρήτ. (Ρέθυμν): Δὲ bιστεύω νὰ γιˬάνῃ ὁ ἄρρωστος, φαίνεται πῶς ἐκαλυτέρεψὲνε, μὰ εἶναι ἡ --ἀναgαλουρίδα dου. Συνών. ἀναγάλλιˬασι 2, ἀνακαλούρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA