ἀνακαλουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαλουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακαλουρίζω Δ.Κρήτ. ἀνεκαλουρίζω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθέσεως ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. καλουρίζω.

Σημασιολογία

Γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι, ἐπὶ τοῦ καιροῦ : Ἀνεκαλουρίζει ὁ καιρός. Συνών. καλυτερεύω , καλωσυνεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/