ἀνακαλύπτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαλύπτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαλύπτω λογ κοιν. ἀνακαλύβω Μύκ. κ.ἀ. ἀνακαλύβγω Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ἀνεκαλύβω Σῦρ.
Ετυμολογία
Τὸ αρχ. ἀνακαλύπτω.
Σημασιολογία
Φέρω εἰς τὸ φανερὸν πρᾶγμά τι ἄγνωστον ἢ κεκρυμμένον ἔνθ’ ἀν.: Προσπαθεῖ ἡ ἀστυνομία ν᾽ ἀνακαλύψῃ τὸ ἔγκλημα. Δὲν κατώρθωσε ν᾽ ἀνακαλύψῃ ποῦ τό ᾿κρυψε. Ἤτανε κρυμμένος καὶ τὸν ἀνακάλυψαν κοιν. Δὲν ἀνακαλύβγω κἀένα νὰ τοῦ φάω τὀ λαρούγγι Γαλανᾶδ. ᾿Ανακαλύφθηκαν ἀποθῆκες γεμᾶτες σ᾿τάρι καὶ ἄλλα φαγώσιμα (ἔκ διηγ.) ΔΒουτυρ. ᾿Επαναστ ζῴων 96
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA