ἀνακαλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακαλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακαλῶ λόγ. κοιν. Μέσ ἀνακαλε͜ιέμαι Κῶς Πελοπν Σῦρ. κ. ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνακαλε͜ιοῦμαι Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. κ. ἀ. Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. ἀνεκαλε͜ιέμαι Σῦρ. κ. ἀ. ἀνεκαλε͜ιοῦμαι Κύπρ. (Γερμασ.) ἀνεκαλε͜ιῶμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνικαλε͜ιέμι Ἴμβρ. ᾿νεκαλε͜ιοῦμαι Κύπρ. (᾿Αμμόχ. Γερμασ.) -ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 149
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνακαλῶ=καλῶ, προσκαλῶ ἐπάνω ἰδίως ἐπὶ τῶν νεκρῶν.
Σημασιολογία
Α)Ἐνεργ. 1) Καλῶ τινὰ συνήθως μεγαλοφώνως Ἤπ. Κρήτ κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ.: Τσ’ ἄκουσα κιˬ ἀνακαλε͜ιούdανε (ἐκάλει ὁ εἷς τὸν ἄλλον) Κρήτ. ǁ ᾎσμ. Ὁ -γ- εἷς τὸν ἄλλον ἀνακαλεῖ, τρέχουν νὰ συναχτοῦσι αὐτόθ. ’Γροίκα, τρανὰ σ᾿ ἀνακαλεῖ ᾿ς τἡ μαγικὴ ἀγκαλεˬὰ του Ἤπ. 2) Διατάττω, παραγγέλλω τινὰ νὰ ἐπιστρέψῃ ἀπό ἐκεῖ, ὅπου τὸν εἶχα ἀποστείλει λόγ. κοιν.: Ἡ κυβέρνησι ἀνακάλεσε τὸν πρεσβευτὴ-τὸν πρόξενο. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἑλλην. 5,4,24 «οἱ ἔφοροι ἀνεκάλεσαν τὸν Σφοδρίαν καὶ ὑπῆγον θανάτου. β) Ἐπαναφέρω λόγ. κοιν. : ᾿Ανακαλῶ ᾽ς τὴν τάξι (ἐπὶ τοῦ προέδρου πολυμελοῦς ὀργανώσεως, οἷον βουλῆς, γερουσίας, συλλόγου κττ., ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διατάξῃ τὸν παρεκτρεπόμενον καὶ ἀκοσμοῦντα νὰ παύσῃ φερόμενος ὁπωσδήποτε ἀπρεπῶς δι’ ἔργων ἢ λόγων). 3) Λέγω τὰ ἐναντία τῶν ὅσων εἶπα, ἀναιρῶ τοὺς λόγους μου, ἀκυρώνω διαταγὴν ἢ παραγγελίαν ἢ λέξιν κατὰ λάθος ἢ ἀτόπως δοθεῖσαν ἢ λεχθεῖσαν λόγ. κοιν.: ᾿Ανακαλῶ τὴ διαταγὴ -τὴ λέξι- τὸ λόγο κττ. . Μοῦ εἶπε πῶς θὰ τὸ κάμῃ κ’ ἔπειτα ἀνακάλεσε (ἐνν. τὸν λόγον του). Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. Λουκιαν. Διαλ. πρὸς Ἡσιοδ 2 «ἀνεκαλέσαντο τὴν ὑπόσχεσιν». Συνών. ἀναγυρίζω Β3β. 4) ᾿Ανακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἀναγορεύω 1β, ἀναθιβάλλω Β2, ἀνιστορῶ, θυμᾶμαι. Β) Μεσ. 1) ᾿Επικαλοῦμαι τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἢ ἁγίου πολλαχ. : ᾿Ανακαλε͜ιέται τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Λεξ. Πρω. Πηγαίνει ᾿ς τοὶς ἐκκλησιˬὲς κιˬ ἀνακαλε͜ιέται Λεξ. Δημητρ. Οὕλη μέρα ἀνικαλειέτι τοὺ Θιˬὸ Ἴμβρ. Ν' ἀνικαλιθῇς τοὺν ἅι-Γιˬά’ νὰ σὶ γιˬάν’ (νὰ σὲ κάμῃ καλὰ) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 626 «κεκλημένους μὲν ἀνακαλούμεθ’ αὖ θεούς». Περὶ τῆς σημ. ταύτης καὶ τῶν ἑξῆς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 9 (1913) 39 κἑξ. β) Ἐπικαλοῦμαι τὴν θείαν δίκην κατά τινος Ἤπ. κ.ἀ.: ’Ανακαλε͜ιέται ’ς τοὺς δρόμους γιὰ τὸ δεῖνα. γ) Καταρῶμαί τινα Ἤπ.. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. : Γυρνᾷ ᾿ς τοὺς δρόμους καὶ τὸν ἀνακαλε͜ιέται Ἤπ. Τόν ἀνακαλειέται ’ς τοὺς δρόμους ἀπάνου κάτου Λεξ. Δημητρ. δ) Κατηγορῶ τινα Ἤπ. Κρήτ. 2)Κραυγάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. ἀ.: Μωρή, εἶd’ ἔχεις κιˬ ἀνεκαλε͜ιέσαι; Συνων. φωνάζω. 3)κλαίω, θρηνῶ διὰ νεκρὸν Κρήτ. Κύπρ. (’Αμμόχ. Γερμασ. κ. ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σῦρ. -ΧΠαλαίς. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 414 Πρω. Δημητρ. : Γυρίζει ’ς τοὺς δρόμους κιˬ ἀνακαλε͜ιέται Λεξ. Πρω. Εἴπασι’ τζη ’ιˬὰ τὀ ᾿ιˬότζη πῶς ἐπέθανε κιˬ ἀνεκαλε͜ιέται ὅλη μέρα κιˬ ὅλη νύχτα μέσ᾿ ’ς τὰ λαgάδιˬα (τῆς εἶπαν διά τὸν υἱόν της κτλ.) ’Απύρανθ. ’Εκείνη ἡ ρκὰ ποῦ ᾿θαψε προχτὲς τὸν γιˬόν της οὑλημἑρ’ ἀνακαλε͜ιέται (ρκὰ=γραῖα) Κύπρ. ᾎσμ. Ἦρτεν ὁ χρόνος βίσεκτος, τὰ ἐννεˬὰ παιδιˬὰ πεθάναν, οὕλους ᾿ς τὸ μνῆμαν ἔκλαιεν, οὕλους ἀνακαλε͜ιέτουν Κύπρ. Ποιημ. Παρὰ νὰ παραπονηθῇς | κάλλιˬον νὰ μὲ ᾽νεκαληθῇς νεκρὸν χαμαὶ ’ς τὴν μαύρην γῆν | νά ᾿χω τοῦ Χάροντος πληγὴν ΧΠαλαίσ. ἔνθ' ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαινόμ. 717 «καὶ τὸν θανόντα γ’ ἀνακαλεῖν μάτην πόσιν.» Συνών. ἀναθρηνῶ, θρηνῶ, κλαίω, μοιρολογῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA