ἀνακαμμουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαμμουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακαμμουρίζω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ ρ. καμμουρίζω.

Σημασιολογία

1) Νεύω πρός τινα καμμύων τὸν ὀφθαλμόν : Φρ. Τὴν ἀνεκαμμούρισε (τῆς ἔκαμεν ἐρωτικὸν νεῦμα). Συνών. φρ. κλείνω τό μάτι. 2) Μες. συμφωνῶ: ᾿Ανακαμμουριστήκανε νὰ dὸνε σκοτώσουνε. Συνών συνεννοοῦμαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/