ἀνακατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατεύω κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ.) ἀνακατεύου βόρ. ἰδιώμ. ἀνακατεύγω Κρήτ. Μεγιστ Νάξ. Σίφν. κ. ἀ. ἀνεκατεύω Ἄνδρ. Α.Κρήτ. Μῆλ. Σέριφ. Σῦρ. Χίος κ. ἀ. -Λεξ. Πρω. ἀνεκατεύγω Ἄνδρ. Κρήν. Νάξ.(᾿Απύρανθ.) Χίος ἀνακατώβγω Θήρ. ἀνεκατώβγω Θήρ. ἀνακαρκατεύω Δ.Κρήτ. ἀνεκαρκατεύγω Α.Κρήτ. ’νακατεύω ἐνιαχ. ’νακατεύγω Σύμ κ. ἀ. ᾽νεκατεύω Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) κ.ἀ. ᾿νεκατεύγω Θρᾴκ.(Σαρεκκλ. Γέν. Σκοπ.) Κίμωλ. κ. ἀ. ’νεκατώβω Πατμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάκατος. Τὸ ἀνακατώβγω ἐκ τοῦ ἀνακατεύγω κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ ἀνακατώνω. Τὸ ᾽νεκατώβω ὁμοίως κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ ἀνακατώνω. Εἰς τὸν τύπ. ἀνακαρκατεύω ἔχομεν διπλασιασμὸν τῆς συλλαβῆς κα καὶ ἀνάπτυξιν ρ. Τὸ φαινόμενον τοῦτο παρατηρεῖται καὶ ἀλλαχοῦ, οἷον χαλεύω- χαχαλεύω-χαρχαλεύω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διακινῶ, ἀνακυκῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : ᾿Ανακατεύω τό φαγεῖ νὰ μὴν κολλήσῃ. ’Ανακατεύω τὸ τσάι γιˬὰ νὰ λε͜ιώσῃ ἡ ζάχαρι κοιν. ǁ Φρ. Ἀνακατεύει τὴ θάλασσα (ἐπὶ ἀνθρώπου ρᾳδιούργου, ὁ ὁποῖος ἐνσπείρει διχονοίας μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅπως οἱ ἄνεμοι συνταράσσουν τὴν θάλασσαν) Πελοπν.(Γορτυν.) Ἀνακατεύει δουλε͜ιὲς (μεταφ. ἐπὶ τοῦ ρᾳδιούργου) Σῦρ. ǁ Παροιμ. Ὅπο͜ιος ᾿νεκατώβει τὰ πίτερα τὸν τρών οἱ χοῖροι (ὅστις συναναστρέφεται μὲ εὐτελεῖς καὶ φαύλους ἀνθρώπους θεωρεῖται ἀπὸ ὅλους ὡς ὅμοιος πρὸς αὐτοὺς καὶ καταφρονεῖται, πολλάκις δὲ δίδει λόγον διὰ τὰς πράξεις του ἢ πάσχει ἀπὸ τοὺς ἰδίους συντρόφους. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,195) Πατμ. ǁ ᾎσμ. Τὴ στάχτη ἀνακάτευα καὶ βρῆκα μιˬὰ βελόνα Εὔβ.(Κάρυστ.) Συνών. ἀναδεύω Α1. β) ᾿Αναζωπυρῶ, ἐπὶ πυρὸς κοιν.: Ἀνακατεύω τὴ φωτιˬά. Συνών. ἀναγκάζω Α 6, ἀναδεύω Α1 δ, ἀναθάλλω Β 1, ἀνακαρώνω (ΙΙ) Β1β ἀνακατώνω Α1β, συνταυλίζω. 2) Φέρω τινὰ εἰς κατάστασιν, ὥστε νὰ αἰσθανθῇ τάσιν πρὸς ἐμετὸν κοιν. : Μ ’ ἀνακατεύει τὀ φαγεῖ ποῦ ἔφαγα, μοῦ φαίνεται πῶς θὰ τὸ βγάλω. Ἔφαγα πεπόνι καὶ μ᾿ ἀνακάτεψε κοιν. Καὶ ἀπροσ. μ’ άνακατεύει, μοῦ ἔρχεται νὰ κάμω ἐμετὸν Πελοπν (Αἴγ. κ. ἀ.) Συνων. ἀναγουλιˬάζω 3 β. β) Μεσ. αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν κοιν.: Ἔφαγα τὸ δεῖνα φαεῖ κιˬ ἀνακατεύομαι Φρ. Σὲ βλέπω κι ἀνακατεύομαι (πρὸς πρόσωπον προξενοῦν ἀηδίαν). Συνων. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬάζω 3, ἀναγουλίζω 1. 3) Μεταβάλλω τὴν θέσιν πράγματός τινος, μετακινῶ τι κοιν. : Τ’ ἀνακάτεψαν τὰ πράματα και᾿ δὲ μπορῶ νὰ βρῶ ἐκεῖνο ποῦ θέλω. Ἀνακατεύτηκαν τὰ βιβλία κοιν. β) Μετακινῶ πράγματα ζητῶν νὰ εὕρω τι καὶ γενικῶς ἀνερευνῶ, ζητῶ Κρήτ.: Ἀνακαρκατεύω νὰ βρῶ τὸ τὸπι μου. Ἤπιˬασε κιˬ ἀνεκαρκατεύγει ὅλο τὸ σπίτι, μὰ δὲ γατέω εἶdα γυρεύγει! ’Ανεκαρκατεύγει γιˬὰ νὰ τὸ βρῇ νὰ τὸ πάρῃ. 4) Μεταβάλλω τὴν φυσικὴν θέσιν πράγματός τινος κοιν.: Ἀνακάτεψε καλὰ τὴν τράπουλα. Συνων. ἀνακυλῶ. 5) Ἀναμειγνύω, συμφύρω δύο ἢ περισσότερα πράγματα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἄνακατεύω σιτάρι και κριθάρι-βούτυρο καὶ λίπος-ζάχαρι καὶ μέλι κττ. Βούτυρο μὲ λάδι ἀνακατεμένο. Ἐλα͜ιὲς ἀνακατεμένες (διαφόρων ποιοτήτων ἢ τόπων). Λεμόνιˬα-πορτοκάλιˬα ἀνακατεμένα (συνών. τῷ προηγουμένῳ). ǁ Παροιμ. Ὅποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτουρα τὀν τρών οἱ κόττες (συνών. ζῇ ἀνωτέρῳ : ὅπο͜ιος ’νεκατώβει τὰ πίτερα τὸν τρών οἱ χοῖροι) κοιν. Συνών. τῆς μετοχ. ἀνακατερός, ἀνακατευτός 1, ἀνάκατος 2, ἀνακατωμένος(ἰδ. ἀνακατώνω), ἀνακατωτός β) Μέσ. Συναναστρέφομαι μἐ ἄλλον πολλαχ : Αὐτὸς ἀνακατεύεται μὲ τσοὶ κλέφτες Κρήτ. ǁ ᾎμ. Ἀνακατεύομαι μὲ νεˬὲς σ᾿ταρᾶτες καὶ μελαχρινές, μὰ μιˬὰ ξανθούλλα δὲ μπορῶ μουδ’ ἀποπέρα νὰ τὴν δῶ Λεξ. Δημητρ. Β) Μεταφ. 1) Διαταράττω τὸν λογικὸν εἱρμὸν πραγμάτων, διὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλῶ, δὲν τηρῶ χρονολογικὴν σειρὰν εἰς τὴν ἀφήγησιν ἢ ἀναμειγνύω πράγματα ἄσχετα πρὸς τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας κοιν.: Τ’ άνακατεύεις καὶ δὲ μᾶς τὰ λές καλά. Μὴ τ’ ἀνακατεύῃς τὰ ζητήματα! Τ᾿ ἀνακατεύει τὰ λόγιˬα του. Συνών. μπερδεύω. 2) ᾿Εμπλέκω τινὰ εἰς ξένας ὑποθέσεις κοιν.: Τὸν άνακάτεψαν κιˬ αὐτὸν ’ς ἐκείνη τὴ βρομοδουλε͜ιά. ’Εμένα μὴ μ’ άνακατεύετε ’ς τοὺς καβγᾶδες σας. Αὐτὸς πάντοῦ ἀνακατεύεται. Σ ’ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ εἶν᾿ ἀνακατεμένοι πολλοί. Εἶν’ ἀνακατεμένος κιˬ αὐτὸς ’ς τὴν κλεψιὰ ’ς τὰ φόνο κττ. κοιν. ǁ Φρ. ’Ανακατεύεται ἐκεῖ ποῦ δὲν τὸν σπέρνουν (ἐπὶ τοῦ προπετοῦς καὶ πολυπράγμονος) σύνηθ. Συνών. τοῦ μεσ. ἀναδεύομαι (ἰδ. ἀναδεύω Β 2). 3) Ρᾳδιουργῶ κοιν. : Μᾶς ἀνακάτεψε ὅλους μας-τὸν κόσμο ὁ παλα͜ιάνθρωπος. Αὐτὴ ἡ παλα͜ιογυναῖκα δὲν κάνει ἄλλο παρὰ ν᾿ ἀνακατεύῃ τὴ γειτονιά. Συνών. ἀναγέρνω Α 2 γ, ἀναδεύω Β1. 4) Μέσ. συγχύζομαι, ταράττομαι, ἐρεθίζομαι Λεξ. Δημητρ. : Τὸν βλέπω κιˬ ἀνακατεύομαι. Μετοχ. ᾿νεκατεμένος=εὐμετάβλητος, ἄστατος, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) : ᾿Νεκατεμένος καιρός. Συνών. ἀνακατωμένος (ἰδ. ἀνακατώνω). Πβ. ἀνακατένω, ἀνακατίζω, ἀνακατουλλεύω, ἀνακατώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA