ἀνακατουλλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατουλλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατουλλεύω ἀμάρτ. ἀνεκατουλλεύγω Α.Κρήτ. ᾽νεκατουλλεύγω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ άμαρτ. ὀν ἀνακατούλλης.
Σημασιολογία
᾿Ανακινῶ, μετακινῶ πράγματα ζητῶν νὰ εὕρω τι : Εἶdα ’νεκατουλλεύγεις μέσα ᾿ς τὸ κοφίνι; ᾿Ανεκατουλλεμένα ηὓρηκα τὰ ροῦχα καὶ δὲ γατἐχω πo͜ιὸς τὰ ΄νεκατούλλεψε. Πβ. ἀνακατένω, ἀνακατεύω, ἀνακατίζω, ἀνακατώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA