ἀνακατούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακατούρα ἡ, Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατώνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τρώγω-ἔφαγα-φαγούρα, χάνω-χασούρα, χαιρετῶ-χαιρετούρα κττ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀνάμειξις, σύμφυρσις πραγμάτων ἔνθ’ἀν. 2) Τάσις πρός ἐμετόν ἔνθ’ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακάτεψι Α2 Β) Μεταφ. 1) Θόρυβος, ταραχὴ ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀναδεμός, ἀνακατισμός. 2) Ἔρις, φιλονικία ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀνακάτεμα, ἀνακάτεψι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/