ἀνακατοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνακατοῦσα ἐπίθ. θηλ. ἀμάρτ. ἀνεκατοῦσα Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακατώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ᾿ΑνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37(1925)185.

Σημασιολογία

Ἡ σύγχυσιν καὶ ταραχὴν προξενοῦσα, ἄτακτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/