ἀνακαψίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαψίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακαψίλα ἡ, ’Αθῆν. Πελοπν (Αἴγ. ᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων.) κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ 398 ἀνακαίλα Πελοπν. (Τρίκκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ οὐσ. καψίλα.

Σημασιολογία

Αἴσθημα καυστικοῦ ἐρεθισμοῦ εἰς τὸν στόμαχον ἢ τὸν φάρυγγα προερχόμενον ἐκ κακῆς πέψεως ἢ ἐκ καταπόσεως καυστικοῦ ποτοῦ ἤ ἐδέσματος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακαψάδα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/