ἀνακερώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακερώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακερώνω Δ.Κρήτ. (Ἀποκόρ. Σφακ κ.ἀ.) ἀνεκερώνω Α.Κρήτ. (Μεραμβ. Πριν κ. ἀ.) Μέσ. ἀνεκερώνομαι Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κερώνω.
Σημασιολογία
1) Μεσ. ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐκτέλεσιν ἔργου τινὸς Κρήτ. (Σητ.) : Μὴν ἀνακερώνεσαι, γιˬατὶ δὲν εἶν᾿ ἡ δουλε͜ιά τουτηνιˬὰ γιὰ τὰ χεράκιˬα σου. 2) Ἐνεργ. γίνομαι ὠχρὸς καθὼς ὁ κηρός, ὠχριῶ Α.Κρήτ. Συνών. κιτρινίζω. 3) ’Ενεργ. καὶ. μέσ. αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν ἔνθ’ ἀν.: Ἡ γυναῖκα ἀνακερώθηκε ᾿Αποκόρ. Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬὰζω 3, ἀναγουλίζω 1, ἀνακατεύομαι (ἰδ. ἀνακατεύω Α 2 β), ἀνακατώνομαι (ἰδ. ἀνακατώνω Α2Β). β) Κάνω ἐμετόν, ἐμῶ Δ.Κρήτ. : Φρ. Ἀνακερώνει παλα͜ιοῦ ἀρραγοῦ βαστάγιˬα (ἐπὶ τοῦ ὑπενθυμίζοντος πράγματα πρὸ πολλοῦ λησμονημένα). Συνών. ἀναγουλιˬάζω 4, *ἀναθεώνω 2, ξερνῶ. 4)Μετβ. φέρω τινὰ εἰς κατάστασιν, ὥστε νὰ αἰσθανθῇ διάθεσιν πρὸς ἐμετὸν Δ.Κρήτ.: Ἀνακέρωσέ με τὸ χοιρινό. ᾿Ανακερώσασί με οἱ χοχλιˬοί. Συνών. ἀνακατεύω Α 2, ἀνακατώνω Α 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA